ταψί

ταψί
και τεψί, το, Ν
1. είδος μεγάλου, αβαθούς και στρογγυλού μεταλλικού μαγειρικού σκεύους
2. φρ. α) «γλυκά [ή γλυκίσματα] τού ταψιού» — γλυκά που ψήνονται σε ταψί
β) «θα σέ χορέψω [ή θα σέ κάνω να χορέψεις] στο ταψί» — θα σέ βασανίσω, θα σέ κάνω να υποφέρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tepsi].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταψί — το ιού (λ. τουρκ.), άβαθο και στρογγυλό μαγειρικό σκεύος μεταλλικό: Γλυκίσματα ταψιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Tiropita — or tyropita (τυρóπιτα) is a Greek layered pastry food, made with layers of buttered phyllo and filled with a cheese egg mixture.Another variety is the spiral Skopelos Cheese Pie in which long strips of cheese stuffed phyllo are formed into a… …   Wikipedia

  • Tiropita — lista para llevar. La tiropita o tyropita (en griego τυρóπιτα) es un pastel salado típico de la cocina griega elaborado con capas de pasta filo y relleno con una mezcla de queso y huevo.[1 …   Wikipedia Español

  • εψάνη — η (Α ἑψάνη) νεοελλ. ταψί, τεψί αρχ. μαγειρικό σκεύος που χρησιμεύει για βράσιμο, πλατιά χύτρα, τσουκάλι ή τηγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ τού ἕψω + κατάλ. ανη (πρβλ. οχ άνη, χο άνη)] …   Dictionary of Greek

  • λαμαρίνα — η 1. μετάλλινο φύλλο μικρού πάχους, λεπτό έλασμα 2. μεγάλο τετράπλευρο ταψί που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο φαγητών και γλυκών στον φούρνο 3. φρ. «δάγκωσε τη λαμαρίνα» ερωτεύτηκε σφοδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lamarin, υποκορ. τού ιταλ. lamiera… …   Dictionary of Greek

  • πλακί — το, Ν είδος λαδερού φαγητού μαγειρεμένου σε ρηχή χύτρα ή σε ταψί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακίον, υποκορ. τού πλάξ. Η λ. δήλωνε αρχικά την πλάκα πάνω στην οποία ψηνόταν η πίτα και στη συνέχεια, συνεκδοχικά, την ίδια την πίτα και, τέλος, κατ επέκταση είδος …   Dictionary of Greek

  • σινί — το, Ν στρογγυλός μεγάλος χάλκινος ή σιδερένιος δίσκος που χρησιμοποιείται ως ταψί για ψήσιμο ή ως δίσκος για σερβίρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινίον «κόσκινο» (πρβλ. και τουρκ. sini)] …   Dictionary of Greek

  • ταβάς — και νταβάς, ο, Ν είδος αβαθούς και κυκλικού μαγειρικού σκεύους, ταψί, κατασκευασμένο συνήθως από σφυρηλατημένο χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tava] …   Dictionary of Greek

  • τεψί — το, Ν βλ. ταψί …   Dictionary of Greek

  • χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”