ταψί — το ιού (λ. τουρκ.), άβαθο και στρογγυλό μαγειρικό σκεύος μεταλλικό: Γλυκίσματα ταψιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Tiropita — or tyropita (τυρóπιτα) is a Greek layered pastry food, made with layers of buttered phyllo and filled with a cheese egg mixture.Another variety is the spiral Skopelos Cheese Pie in which long strips of cheese stuffed phyllo are formed into a… … Wikipedia
Tiropita — lista para llevar. La tiropita o tyropita (en griego τυρóπιτα) es un pastel salado típico de la cocina griega elaborado con capas de pasta filo y relleno con una mezcla de queso y huevo.[1 … Wikipedia Español
εψάνη — η (Α ἑψάνη) νεοελλ. ταψί, τεψί αρχ. μαγειρικό σκεύος που χρησιμεύει για βράσιμο, πλατιά χύτρα, τσουκάλι ή τηγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ τού ἕψω + κατάλ. ανη (πρβλ. οχ άνη, χο άνη)] … Dictionary of Greek
λαμαρίνα — η 1. μετάλλινο φύλλο μικρού πάχους, λεπτό έλασμα 2. μεγάλο τετράπλευρο ταψί που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο φαγητών και γλυκών στον φούρνο 3. φρ. «δάγκωσε τη λαμαρίνα» ερωτεύτηκε σφοδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lamarin, υποκορ. τού ιταλ. lamiera… … Dictionary of Greek
πλακί — το, Ν είδος λαδερού φαγητού μαγειρεμένου σε ρηχή χύτρα ή σε ταψί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακίον, υποκορ. τού πλάξ. Η λ. δήλωνε αρχικά την πλάκα πάνω στην οποία ψηνόταν η πίτα και στη συνέχεια, συνεκδοχικά, την ίδια την πίτα και, τέλος, κατ επέκταση είδος … Dictionary of Greek
σινί — το, Ν στρογγυλός μεγάλος χάλκινος ή σιδερένιος δίσκος που χρησιμοποιείται ως ταψί για ψήσιμο ή ως δίσκος για σερβίρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινίον «κόσκινο» (πρβλ. και τουρκ. sini)] … Dictionary of Greek
ταβάς — και νταβάς, ο, Ν είδος αβαθούς και κυκλικού μαγειρικού σκεύους, ταψί, κατασκευασμένο συνήθως από σφυρηλατημένο χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tava] … Dictionary of Greek
τεψί — το, Ν βλ. ταψί … Dictionary of Greek
χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… … Dictionary of Greek